- οπ αρτ
- (op art). Συντετμημένη απόδοση του optical art, που σημαίνει οπτική τέχνη. Είναι μια καινούργια τάση των τελευταίων μη αναπαραστατικών ρευμάτων, θεμελιωμένη στις αναζητήσεις της οπτικής ικανότητας του ανθρώπου, που είχε αρχίσει ο Μόντριαν στα τελευταία έργα του. Ξεκινώντας από το πρόβλημα της προσαρμογής σε έναν κόσμο πολύ πιο δυναμικό από ό,τι ήταν στο παρελθόν, ακόμα και με την οπτική έννοια, και με τον σκοπό να κρατήσουν την τέχνη στον ενεργητικό ρόλο που έπαιξε πάντοτε στην εξέλιξη της κοινωνίας, ορισμένοι καλλιτέχνες (ο Σότο, ο Ρίλεϋ, ο Αλβιάνι κ.ά.) και ομάδες ερευνητών δημιούργησαν ένα νέο οπτικό αλφάβητο, βασιζόμενο στις έρευνες επί των ιδιοτήτων του φωτός, στους συνδυασμούς και στους κραδασμούς των χρωμάτων, στις αξίες των μεταβλητών κλιμάτων των φωτεινών, των χρωματιστών, των κινουμένων σημείων κλπ. Έτσι ο διάλογος των ρευμάτων της κινητικής και της προγραμματισμένης τέχνης έγινε τόσο στενός, ώστε είναι δύσκολο να χαραχτούν ακριβείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτές και τις οπτικές τάσεις. Η νέα οπτική γλώσσα, που είχε πρωτεργάτες τον Βαζαρελύ, τον Σεφέρ, τον Τίνγκελυ, τον Μουνάρι (λίγο πριν από το 1960 αρχίζουν να εργάζονται οι πρώτες ομάδες εργασίας στη Γαλλία, στην Ισπανία, στη Γερμανία κ.α.) καθιερώθηκε επίσημα το 1965 με τη μεγάλη έκθεση The Responsive Eye στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Οπ Αρτ. Έργο του Βικτόρ Βαζαρελύ με τίτλο «Mach-C» (1952-53).
* * *ηάκλ. διεθνής κλάδος τής γεωμετρικής αφηρημένης τέχνης τών μέσων τού 20ού αιώνα, που βασίζεται στην οπτική απάτη.
Dictionary of Greek. 2013.